- καρπιμα
- κάρπιμακάρπῐματά1) произведения земли, плоды Arph.2) прибыльные дела Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κάρπιμα — κάρπιμος fruit bearing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρπιμ' — κάρπιμα , κάρπιμος fruit bearing neut nom/voc/acc pl κάρπιμε , κάρπιμος fruit bearing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρπιμος — η, ο (Α κάρπιμος ον) 1. αυτός που παράγει καρπό, ο καρποφόρος («καρπίμου θέρους», Αισχύλ.) 2. προσοδοφόρος, ωφέλιμος («κάρπιμα ἀγαθά», Αριστοτ.) αρχ. 1. εύπορος, πλούσιος («ἀμέλγει τῶν ξένων τοὺς καρπίμους», Αριστοφ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.)… … Dictionary of Greek